- ξεπετσώνω
- αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + πετσί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεπέτσωμα — το [ξεπετσώνω] αφαίρεση τού δέρματος, γδάρσιμο … Dictionary of Greek
ξεπετσιάζω — 1. ξεπετσώνω 2. (συν. το μέσ.) ξεπετσιάζομαι ανατριχιάζω από αηδία ή από φρίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πέτσα] … Dictionary of Greek